πινό

πινό
το, Ν
ναυτ.
1. το ακροκέραιο
2. το άνω άκρο ιστίου ενός ιστιοφόρου, το οποίο είναι στερεωμένο σε κεραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πίνο, Μάρκο νταλ-, ο επιλεγόμενος Μάρκο ντα Σιένα — (Pino, Κόστα αλ Πίνο, Σιένα π. 1525 – Νάπολη π. 1587). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε ζωγραφική στο πλευρό του Ντ. Μπεκαφούμι και φιλοτέχνησε έργα που τον ανέδειξαν σε σπουδαίο καλλιτέχνη της ομάδας των μανιεριστών που έδρασαν στη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

  • τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Άττιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρωμαίος τραγικός ποιητής (170 94 π.Χ.). Γεννήθηκε στο Πίσαυρο (Πεσάρο) από πατέρα πρώην δούλο. Έγραψε περίπου 50 δραματικά έργα, που έχουν πρότυπο τον Ευριπίδη ή τον Αισχύλο. Είναι γνωστοί οι τίτλοι δύο ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”